- αρτολάγανον
- ἀρτολάγανον, το (Α)είδος αρωματισμένου ψωμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + λάγανον «είδος γλυκίσματος ψημένου με λάδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτολάγανον — savoury cake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek